συστάτης

συστάτης
ο, ΝΑ
καθεμιά από τις δοκούς τής στέγης οι οποίες αρχίζουν από τους παράλληλους τοίχους και συναντώνται στην κορυφή, αλλ. αμείβων
νεοελλ.
ναυτ. καθεμιά από τις κατακόρυφες δοκούς πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πρόβολος ιστός
αρχ.
1. διοργανωτής, δημιουργός («τῶν κατὰ φιλοσοφίαν τεχνῶν συστάτης» — ενν. ο Πρωταγόρας, Γαλ.)
2. αυτός που έχει διοριστεί ως εκπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα- τού συνίστημι (πρβλ. σύστα-σις) + κατάλ. -της (πρβλ. παρα-στάτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συστάτης — organizer masc nom sg συστατέω to be consistent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάται — συστάτης organizer masc nom/voc pl συστάτᾱͅ , συστάτης organizer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατῶν — συστάτης organizer masc gen pl συστατέω to be consistent pres part act masc nom sg (attic epic doric) συστατός capable of being formed fem gen pl συστατός capable of being formed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”